-
1 ἀστήρ
Aἀστράσι Il.22.28
, 317 (Aristarch.; ἄστρασι Sch.Ven., Choerob.):— star (v. ἄστρον), ἀστέρ' ὀπωρινῷ Il. 5.5
;οὔλιος ἀ. 11.62
;Σείριος ἀ. Hes.Op. 417
; ἀ. Ἀρκτοῦρος the chief star in the constellation, ib. 565, etc.; shooting star or meteor, Il.4.75; ;ᾄττοντας ὥσπερ ἀστέρας Pl.R. 621b
, cf. Arist.Mete. 341a33, Plu. Agis11.3 ἀστὴρ πέτρινος meteoric stone, Placit.2.13.9.II metaph. of illustrious persons, etc.,φανερώτατον ἀστέρ' Ἀθήνας E.Hipp. 1122
(lyr.);Μουσάων ἀστέρα καὶ Χαρίτων AP7.1.8
(Alc. Mess.)IV name of a bird, perh. goldfinch, Dionys.Av.3.2.V blue daisy, Aster Amellus, Nic.Fr.74.66, Dsc.4.119.VII architectural ornament, IG4.1484.83 (Epid.), SIG 241B111 (Delph., iv B. C.).VIII bandage, Gal.18 (1).823.2 name of various remedies, Id.12.761, al. -
2 αστηρ
1) звезда(ἀγγέλλων φάος Ἠοῦς Hom.; Σείριος ἀ. Hes.; ἀστέρες πλάνητες Arst.)
2) метеор(διατρέχοντες ἀστέρες Arph.)
3) небесное знамение(ἀστέρα εἷναι Hom.)
4) метеорит(ἀ. πέτρινος Diog.L.)
5) сигнальный огонь, пламя(δόλιον ἀστέρα λάμψαι Eur.)
6) перен. светило, светоч, краса(ἀ. πατρίδος Plut.)
7) зоол. морская звезда ( Stella marina или Asterias) Arst.8) астер ( род самосветящегося камня) Plut.
См. также в других словарях:
αστέρας — ο (AM ἀστήρ, έρος) 1. αυτόφωτο ουράνιο σώμα, άστρο 2. έξοχος, υπέροχος («αστέρες του κινηματογράφου» «φανερώτατον ἀστέρ Ἀθήνας», για τον Ιππόλυτο Ευρ.) νεοελλ. 1. το άστρο της αυγής, ο αυγερινός 2. κόσμημα ή παράσημο σε σχήμα άστρου μσν. νεοελλ.… … Dictionary of Greek